- στρουκτώριον
- στρουκτώριον, τό, prob.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρουκτώριον — τὸ, Α πιθ. αίθουσα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. structor «τραπεζοκόμος»] … Dictionary of Greek